τραύμα

τραύμα
(Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους υποκείμενους ιστούς (μύες, τένοντες, νεύρα), διαμπερή αυτά που προσβάλλουν κοιλότητες του οργανισμού και επιπλέκονται με κακώσεις εσωτερικών οργάνων. Ανάλογα με το είδος του τραυματικού παράγοντα, διακρίνονται κυρίως σε τ. που προκαλούνται από όργανα τέμνοντα, νύσσοντα, θλώντα, μπορεί όμως να παρατηρηθούν και τ. με μεικτούς χαρακτήρες εκ τέμνοντος και θλώντος ή τέμνοντος και νύσσοντος οργάνου κ.ά. Τα πρώτα προκαλούνται από όργανα τέμνοντα, όπως μαχαίρια, ξυράφια, νυστέρια, που δρουν επί των ιστών πιεζόμενα και συρόμενα· παρουσιάζουν γραμμοειδή συνήθως μορφή· τα χείλη του τ. παρουσιάζονται καθαρά και απέχουν μεταξύ τους. Τα τ. διά νύσσοντος οργάνου προκαλούνται από αιχμηρά όργανα, όπως βελόνες, καρφιά, σουβλιά, που εισχωρούν στους ιστούς με πίεση η οποία ασκείται σε πολύ μικρή περιοχή του σώματος· είναι συχνά βαθιά και μερικές φορές λαμβάνουν χαρακτηριστικά διαμπάξ τ. (που διαπερνούν από το ένα μέρος στο άλλο ένα τμήμα του σώματος, π.χ. τον βραχίονα), ή διαμπερή τ. (που διαπερνούν μια φυσική κοιλότητα του σώματος, π.χ. θώρακα, κρανίο κ.ά.). Τα θλαστικά τ. προκαλούνται από θλώντα όργανα που πιέζουν βίαια τους ιστούς πάνω σε υποκείμενα οστά· οι θλώντες παράγοντες μπορεί ως εκ τούτου να είναι μια πέτρα, μια κλωτσιά, πτώση επί του εδάφους, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα κ.ά.· τα χείλη των θλαστικών τ. παρουσιάζονται συνήθως ανώμαλα, συντεθλασμένα και οι ιστοί στο βάθος είναι καμιά φορά νεκρωτικοί. Τα τ. εξ αποσπάσεως δημιουργούνται διά βίαιης έκτασης ή έλξης των ιστών μέχρι να ξεπεραστεί η ελαστική τους αντοχή· οι υπεύθυνοι παράγοντες μπορεί να είναι, π.χ., ένα σχοινί ή ιμάντας μετάδοσης κίνησης, γρανάζια μηχανής, δάγκωμα ζώου. Τα χείλη των τ. αυτών είναι συνήθως ανώμαλα, κρημνώδη, συντεθλασμένα· οι υποκειμενικοί ιστοί παρουσιάζουν περίπου τις ίδιες αλλοιώσεις των θλαστικών τ. Τα τ. από πυροβόλο όπλο είναι αυτά που προκαλούνται από τα βλήματα· εμφανίζουν διάφορα χαρακτηριστικά, ανάλογα με το αν το βλήμα χτύπησε ξυστά ή προκάλεσε τ. διαμπάξ με στόμιο εισόδου, πόρο και στόμιο εξόδου, ή τυφλό τ. με στόμιο εισόδου, πόρο και κατακράτηση του βλήματος, χωρίς δηλαδή στόμιο εξόδου. Καμιά φορά στο τ. από πυροβόλο όπλο μπορεί να συμβεί το φαινόμενο της εκρήξεως όταν το βλήμα διασχίζει ανομοιογενείς περιοχές. Οι συχνότερες επιπλοκές των τ. είναι η αιμορραγία, το σοκ, η μόλυνση και, σπανιότερα, οι θρομβώσεις και οι εμβολές. Η θεραπευτική αγωγή έχει διπλή κατεύθυνση: τοπική και γενική. Τοπικά εκτελείται επιμελής καθαρισμός και απολύμανση του δέρματος που περιβάλλει το τ. και στη συνέχεια καθαρίζεται το ίδιο το τ. και απομακρύνονται νεκρωτικοί ενδεχόμενα ιστοί. Εφαρμόζεται αιμόσταση, όπου και όταν απαιτείται, σκόνη αντιβιοτικού και στη συνέχεια συρραφή. Η γενική θεραπευτική αγωγή γίνεται με τη χορήγηση αντιτετανικού ορού και εμβολίου, αντιβιοτικών ή αναληπτικών, πλάσματος, υποκατάστατων αίματος και μεταγγίσεις αίματος. τ. ψυχικό. Σε γενικές γραμμές, ο άνθρωπος παθαίνει ψυχικό τ. όταν ένα ερέθισμα που προκαλείται από μια πολύ έντονη συγκίνηση δημιουργήσει ψυχικές μεταβολές, που δεν έχουν την τάση να επαναποκτήσουν αυτόματα τη φυσιολογική τους ισορροπία. Κατά τη φροϋδική ψυχανάλυση, για τη γένεση του μεγαλύτερου μέρους των νευρώσεων ευθύνεται ένα ψυχικό τ. που συχνά δημιουργείται κατά την παιδική ηλικία και σε ένα δεύτερο χρόνο μετακινείται από το επίπεδο του συνειδητού στο υποσυνείδητο· έτσι η τραυματική εμπειρία δρα ως στοιχείο που διαταράσσει την ψυχική ισορροπία, μπορεί όμως να επισημανθεί, να μεταφερθεί στη συνείδηση και στη συνέχεια να εξουδετερωθεί με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική ανάλυση.
* * *
το / τραῡμα, ΝΜΑ, και δωρ. και ιων. τ. τρῶμα Α
σωματική βλάβη οφειλόμενη σε άσκηση βίας, που επιφέρει λύση τής ανατομικής ή λειτουργικής συνέχειας ενός ζωντανού ιστού, πληγή, λαβωματιά
νεοελλ.
φρ. α) «ανοιχτά τραύματα» — λύσεις τής συνέχειας τού δέρματος ή ενός βλεννογόνου που επιτρέπουν να εισδύσουν στον οργανισμό μικρόβια και ξένα σώματα προκαλώντας σοβαρές τοπικές ή γενικές λοιμώξεις
β) «κλειστά τραύματα» — τραύματα στα οποία η ύπαρξη προστατευτικού άθικτου καλύμματος επιτρέπει την ομαλή εξέλιξη τής εξεργασίας αποκατάστασης χωρίς την παρεμβολή εξωγενών παραγόντων
γ) «πολεμικό τραύμα»
στρ. τραύμα που οφείλεται σε πολεμικά γεγονότα
δ) «ψυχικό τραύμα» — γεγονός ή συμβάν που προκαλεί διαταραχή τής ψυχικής δομής τού ατόμου και συχνά διάφορες παθολογικές καταστάσεις μικρής ή και μεγάλης διάρκειας
μσν.-αρχ.
(για πράγμ., όπως λ.χ. για πλοία) βλάβη, ζημία
αρχ.
1. τραυματισμός, λάβωμα («φόνου δίκαι καὶ τραύματος», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με πόλεμο) βαριά ήττα, κατατρόπωση
3. μτφ. εκκλ. ψυχικά πλήγματα που προκαλούνται από την παράβαση τών κανόνων τής ηθικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τής λ. πρέπει να θεωρηθεί ο τ. τρῶμα, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. τρω- τού ρ. τι-τρώ-σκω* «πληγώνω» (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας *τερη- τού ρ. τείρω*) με κατάλ. -μα, ενώ ο αττ. τ. τραῦμα είναι πιθ. αναλογικός προς τον τ. θραῦμα (< θραύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραῦμα — wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμα — το, ατος 1. βλάβη του σώματος από εξωτερική βία, πληγή, λαβωματιά. 2. τραυματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραῦμ' — τραῦμα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυμάτων — τραῦμα wound neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμασι — τραῦμα wound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμασιν — τραῦμα wound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματι — τραῦμα wound neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματος — τραῦμα wound neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωμάτων — τραῦμα wound neut gen pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”